- αγέννητος
- και -γος, -η, -ο (Α ἀγέννητος, -ον)αυτός που δεν γεννήθηκε, που δεν υπάρχεινεοελλ.1. αυτός που δεν γεννήθηκε από άλλον, ο αυθύπαρκτος2. αυτός που δεν γέννησε ακόμη3. το αρσ. ως ουσ. ο αγέννητοςα) ο διάβολοςβ) πανούργος, πονηρός άνθρωποςαρχ.1. ο ταπεινής καταγωγής2. αυτός που δεν γεννά, δεν παράγει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + γεννῶ.ΠΑΡ. αγεννησία].
Dictionary of Greek. 2013.